- συγκομίζω
- ΝΜΑ1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και τό μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.)2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή τού θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω, σοδιάζω3. (το ενεργ. και, στην αρχ., το μέσ.) συγκομίζομαιμτφ. αποθησαυρίζω, συσσωρεύω («συγκομίζω κέρδη»)αρχ.1. κομίζω, φέρνω μαζί («συνεκομίσαμεν τὰ παιδάριά σου», πάπ.)2. σηκώνω μαζί με άλλον ή με άλλους νεκρό για ταφή ή για καύση3. μέσ. α) ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαιβ) φέρνω προς τον εαυτό μου, παίρνω μαζί μου («συνεκομίσατο πρὸς αὑτὸν καὶ ὁπόσα... ὄργανα χρήσιμα», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κομίζω «φέρω, χορηγώ»].
Dictionary of Greek. 2013.